- κροκόττας
- κροκόττας και κοροκόττας και κοροκότας και κροκούττας, ὁ (Α)άγριο ζώο που, καθώς πιστευόταν, προέρχεται από τη μίξη σκύλου και λύκου, πιθ. η ύαινα («κροκούττας δ' εστί μείγμα λύκου και κυνός», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crocotta, corocotta, crocuta, άγριο ζώο τής Αιθιοπίας, πιθ. η ύαινα].
Dictionary of Greek. 2013.