κροκόττας

κροκόττας
κροκόττας και κοροκόττας και κοροκότας και κροκούττας, ὁ (Α)
άγριο ζώο που, καθώς πιστευόταν, προέρχεται από τη μίξη σκύλου και λύκου, πιθ. η ύαινα («κροκούττας δ' εστί μείγμα λύκου και κυνός», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crocotta, corocotta, crocuta, άγριο ζώο τής Αιθιοπίας, πιθ. η ύαινα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοροκότ(τ)ας — κοροκότ(τ)ας, α, ὁ (Α) βλ. κροκόττας …   Dictionary of Greek

  • κυνόλυκος — κυνόλυκος, ὁ (Α) ο κροκόττας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + λύκος] …   Dictionary of Greek

  • ύαινα — (hyaena). Σαρκοβόρο θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών. Είναι μεγάλο ζώο με σώμα συνεπτυγμένο και ισχυρό. Η ύ. έχει τρίχωμα μακρύ, χαλαρό, που σχηματίζει στη ράχη μακριά χαίτη, ξεκινώντας από τον αυχένα. Το κεφάλι της είναι μακρουλό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”